- ξεμπροστιάζω
- ξεμπρόστιασα1. αποκαλύπτω, βγάζω στη φόρα τα σφάλματα ή τα ελαττώματα κάποιου μπροστά σε άλλους.2. μαλώνω, ελέγχω, κάνω παρατήρηση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.